Θεόδωρος Καράογλου:
Κύριε Πρόεδρε, κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν
νομίζω ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να περιγράψει κανείς την
κατάσταση της ελληνικής οικονομίας όπως την παραλάβαμε το Μάρτιο του
2004. Ήταν γνωστό σ' όλο τον ελληνικό λαό ότι τα δημοσιονομικά
ελλείμματα ήταν τεράστια, παρά την έντεχνη προσπάθεια της τότε
κυβέρνησης να αποκρύψει τα ελλείμματα αυτά και να τα εμφανίσει ως πολύ
μικρότερα, 6,5% περίπου του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Ήταν γνωστό
σ' όλους το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος που ξεπερνούσε το 112% του ΑΕΠ
αντί για το 97% που η τότε κυβέρνηση έδινε. Η ανεργία ήταν γύρω στο
11%, ο μέσος μηνιαίος μισθός κι αυτό ήταν κάτι που το ζούσε πάρα πολύ
έντονα ο ελληνικός λαός «στο πετσί του»- ήταν γύρω στο 70% του
αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου μισθού. Το 1/3 των Ελλήνων πολιτών ζούσαν
κάτω από τα όρια της φτώχειας. Υπήρχε μία πλήρης επενδυτική «άπνοια»,
μία πλήρης έλλειψη οποιουδήποτε επενδυτικού ενδιαφέροντος, ενώ τέλος η
ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας συνεχώς και καθημερινά
κατρακυλούσε προς τα κάτω. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις στους
ανάλογους στατιστικούς πίνακες του Ο.Ο.Σ.Α. ή άλλων διεθνών έγκυρων
οργανισμών, η Ελλάδα εμφανιζόταν πολύ πιο κάτω από υπανάπτυκτες χώρες
της Αφρικής ή και της Νότιας Αμερικής.
Η νέα διακυβέρνηση της χώρας, πιστή στις προγραμματικές της δηλώσεις
και στο κυβερνητικό της πρόγραμμα το οποίο εγκρίθηκε από τον ελληνικό
λαό πριν από δεκαοκτώ μήνες ακριβώς, στις 7 Μαρτίου του 2004,
αποκατέστησε πρώτα-πρώτα την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας μέσω
της δημοσιονομικής απογραφής. Η απογραφή έγινε γιατί ήταν δέσμευσή μας
απέναντι στον ελληνικό λαό, γιατί έπρεπε ο ελληνικός λαός ξεκάθαρα να
ξέρει τι παραλαμβάνει η νέα διακυβέρνηση της χώρας, γιατί έπρεπε να
γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν τα ελλείμματα και ποιο ακριβώς ήταν το
πρόβλημα, για να μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.
Στη συνέχεια, η νέα διακυβέρνηση της χώρας προχώρησε στην ψήφιση
ενός νέου φορολογικού νόμου, ενός πάρα πολύ σημαντικού νόμου γιατί για
πρώτη φορά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας δεν επεβλήθησαν νέοι
φόροι με το συγκεκριμένο νόμο στους πολίτες. Αντίθετα, με βάση μία
λογική που έλεγε ότι τονώνουμε και στηρίζουμε την επιχειρηματικότητα,
υπήρχαν οι προβλέψεις και άρχισαν οι μειώσεις των φορολογικών
συντελεστών για τις επιχειρήσεις.
Ακολούθησε ο νέος αναπτυξιακός νόμος, ένας νόμος απλός, ένας νόμος
κατανοητός, συμβατός με την κοινοτική νομοθεσία, ένας νόμος ο οποίος
δίνει ισχυρά κίνητρα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ποσοστά
επιδότησης έως και 55%, ένας νόμος ο οποίος καταργεί τον, κατά τη γνώμη
μου, εντελώς, άστοχο διαχωρισμό μεταξύ παλαιών και νέων επιχειρήσεων.
Ήδη είναι ένας νόμος που έχει αρχίσει να αποδίδει απτά αποτελέσματα,
μιας που εκατοντάδες επενδυτικά σχέδια περιμένουν ήδη την έγκρισή τους
και μάλιστα αυτά τα σχέδια έχουν επενδύσεις ύψους αρκετών
δισεκατομμυρίων.
Στη συνέχεια προχώρησε σε μια σειρά άρσης γραφειοκρατικών εμποδίων
για νέες επενδύσεις έτσι ώστε να υπάρχει δυνατότητα να προχωρήσουν πιο
εύκολα οι νέες επενδύσεις, τα νέα επενδυτικά σχέδια.
Με δυο κουβέντες η νέα διακυβέρνηση της χώρας προσπάθησε και
κατόρθωσε να αποκαταστήσει τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των Ελλήνων και
ξένων επενδυτών και της ελληνικής πολιτείας. Δημιούργησε το κατάλληλο
επιχειρηματικό κλίμα και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για την
οικονομία. Έτσι μπορούμε να ατενίζουμε με σιγουριά και με αισιοδοξία το
μέλλον. Αν, λοιπόν, το 2004 ήταν μια χρονιά που καταγράψαμε με
ειλικρίνεια το παρόν και σχεδιάσαμε με προσοχή το μέλλον, το 2005
ξεκινήσαμε με σκληρή δουλειά τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Το 2006 φιλοδοξούμε να συνεχίσουμε με σοβαρότητα αυτήν τη σκληρή
δουλειά και να έχουμε τα πρώτα ορατά αισιόδοξα μηνύματα το 2007. Και αν
δεν υπάρχουν παγκόσμιες δυσμενέστατες οικονομικές εξελίξεις λογικότατα
θα είναι ένας χρόνος όπου η ελληνική οικονομία στην κυριολεξία θα
απογειωθεί και θα έχουμε ορατά, θα έχουμε απτά αποτελέσματα προς όφελος
του ελληνικού λαού.
Στο σημείο αυτό πρέπει με δυο κουβέντες να αποκαταστήσω την
αλήθεια που σκόπιμα πολλές φορές παραποιείται για τη δημιουργία
εντυπώσεων. Αναφέρομαι σε τρεις μύθους οι οποίοι σκοπίμως
καλλιεργούνται από την Αξιωματική Αντιπολίτευση.
Πρώτος μύθος είναι η μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Πράγματι, αν κοιτάξουμε αριθμητικά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του
2004 και του 2005 φαίνεται ότι το πρόγραμμα του 2005 σε απόλυτα μεγέθη
είναι μικρότερο του 2004. Αλλά δεν θα πρέπει κανείς να παραγνωρίζει ότι
το 2004 ήταν χρονιά Ολυμπιακών Αγώνων και αν αφαιρέσουμε τις ολυμπιακές
δαπάνες, οι οποίες προβλέπονταν το 2004, το Πρόγραμμα Δημοσίων
Επενδύσεων του 2005 είναι μεγαλύτερο απ' αυτό του 2004. Επαναλαμβάνω,
αν αφαιρέσουμε τις δαπάνες για τα ολυμπιακά έργα του 2004.
Το δεύτερο αφορά κάποιες «κασσάνδρες» οι οποίες εκ των πραγμάτων
διαψεύδονται. Υπάρχει ένας μύθος σχετικός με την κάμψη του ρυθμού
ανάπτυξης. Και αυτό είναι μεγάλο ψέμα γιατί ο ρυθμός αύξησης του
Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος τρέχει με περίπου 3,5%-3,6%, όταν σε όλη
την Ευρώπη είναι κάτω από το 2%. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι είναι
υπερδιπλάσιος του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολύ μεγαλύτερος
απ' όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και τρίτος μύθος, ο οποίος σκόπιμα και αυτός καλλιεργείται, είναι
ότι υπάρχει κατασπατάληση δημοσίων πόρων και αν υπήρχε ένας μεγαλύτερος
έλεγχος θα υπήρχαν περισσότερα χρήματα για έργα. Πράγματι αυτό είναι
μια αλήθεια. Στο παρελθόν συνέβαινε. Αλλά δεν μπορεί κανείς να
παραγνωρίσει τις σημαντικότατες προσπάθειες που κατέβαλλε η ελληνική
Κυβέρνηση έτσι ώστε να υπάρχει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο διαφάνειας,
ένας συγκεκριμένος έλεγχος. Και αυτό το απέδειξε με την αλλαγή και την
κατάργηση του μαθηματικού τρόπου και την επαναφορά του μειοδοτικού
διαγωνισμού. Αυτό το απέδειξε με τον νέο τρόπο ανάθεσης των μελετών των
δημοσίων έργων και μια σειρά άλλων μέτρων που στόχο έχουν ακριβώς αυτό:
να καταπολεμήσουν τη σπατάλη του δημόσιου τομέα.
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι ένα νομοσχέδιο με το οποίο η
Κυβέρνηση συνεχίζει τις πολύ μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που ξεκίνησε
όλο το τελευταίο χρονικό διάστημα. Είναι ένα εργαλείο για να περάσουμε
σε μια νέα εποχή διαρθρωτικών αλλαγών. Είναι ένα μηχανισμός ο οποίος
γνωρίζει μεγάλη επιτυχία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και μ' αυτόν το
μηχανισμό διαμορφώνουμε τις συνθήκες για την καλύτερη συνύπαρξη μεταξύ
των δυο συνιστωσών της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή, του δημόσιου και
του ιδιωτικού τομέα.
Είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο είναι θετικό γιατί αντιμετωπίζει
ρεαλιστικά το όλο ζήτημα και ευνοεί το δημόσιο συμφέρον. Καθιερώνει ένα
συγκεκριμένο πλαίσιο για την αντιμετώπιση του θέματος, καθιερώνει
μηχανισμούς για τον έλεγχο των μελετών, των κατασκευών και των
διαδικασιών της σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Σταματάει,
δηλαδή, η αποσπασματική αντιμετώπιση του θέματος που υπήρχε στο
παρελθόν και αντιμετωπίζεται πλέον με σύγχρονους κανόνες, οι οποίοι
εκτιμάται ότι θα βοηθήσουν και θα τονώσουν πολύ την ανάπτυξη στην
ελληνική περιφέρεια.
Κλείνοντας, γιατί ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να αναπτύξω
περισσότερο το θέμα, να πω ότι με το νομοσχέδιο αυτό πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει καμιά πρόθεση να παραδοθεί το κράτος
στους ιδιώτες, όπως τονίστηκε κυρίως από ομιλητές της Αξιωματικής
Αντιπολίτευσης. Αντίθετα καλούμε τους ιδιώτες για συνεργασία, αλλά τους
καλούμε με συγκεκριμένους θεσμούς, με συγκεκριμένους κανόνες, με
διαφάνεια. Όλη αυτή η συνεργασία είναι προς όφελος του ελληνικού
δημοσίου, προς όφελος του Έλληνα πολίτη.
Να σας ευχαριστήσω και να καλέσω όλους σας να αντιμετωπίσετε το
νομοσχέδιο αυτό καλοπροαίρετα, γιατί εκτιμώ ότι είναι ένα νομοσχέδιο
που συμβάλλει στην πρόοδο, στην ανάπτυξη, κυρίως της ελληνικής
περιφέρειας και βεβαίως να σας καλέσω να το ψηφίσουμε, να το
στηρίξουμε, ώστε να γίνει σύντομα νόμος του κράτους και να γίνει πράξη
βοηθώντας γενικότερα το επενδυτικό κλίμα στη χώρα.
Ευχαριστώ.